Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ακολουθώ τα

  • 1 ακολουθώ

    ἀκολουθέω
    follow: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀκολουθέω
    follow: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ακολουθώ

  • 2 ἀκολουθῶ

    ἀκολουθέω
    follow: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀκολουθέω
    follow: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀκολουθῶ

  • 3 ακολούθω

    ἀκόλουθος
    following: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ακολούθω

  • 4 ἀκολούθῳ

    ἀκόλουθος
    following: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἀκολούθῳ

  • 5 ακολουθώ

    (α, ε) μετ.
    1) следовать (за кем-л.); 2) сопровождать (кого-л.); сопутствовать (кому-чему-л.); 3) быть сторонником, приверженцем (кого-чего-л.) 4) иметь следствием, последствием (что-л.); 5) следовать (чему-л.);

    § ακολουθει — продолжение следует

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακολουθώ

  • 6 ακολουθώ

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ακολουθώ

  • 7 ακολουθώ

    [аколуто] р. сопровождать, следовать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακολουθώ

  • 8 ακολουθώ

    [аколуто] ρ сопровождать, следовать.

    Эллино-русский словарь > ακολουθώ

  • 9 ακολουθώ

    izlemek, peşinden gitmek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ακολουθώ

  • 10 ακολουθώ

    1) poursuivre
    2) suivre

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ακολουθώ

  • 11 ακολουθώ

    1) iść czas.
    2) nastąpić czas.
    3) następować czas.
    4) śledzić czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > ακολουθώ

  • 12 ακολουθώ

    1) doprovázet
    2) následovat
    3) sledovat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > ακολουθώ

  • 13 ακολουθώ

    1) accompany
    2) follow

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακολουθώ

  • 14 následovat

    ακολουθώ

    Česká-řecký slovník > následovat

  • 15 follow

    ακολουθώ

    English-Greek new dictionary > follow

  • 16 nastąpić

    ακολουθώ

    Słownik polsko-grecki > nastąpić

  • 17 następować

    ακολουθώ

    Słownik polsko-grecki > następować

  • 18 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 19 следовать

    след||овать
    несов
    1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν
    2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:
    события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·
    3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:
    \следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·
    4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:
    поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·
    6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:
    отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·
    6. безл (нужно, должно):
    \следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·
    7. безл (причитаться):
    с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > следовать

  • 20 follow

    ['foləu] 1. verb
    1) (to go or come after: I will follow (you).) ακολουθώ,παρακολουθώ
    2) (to go along (a road, river etc): Follow this road.) ακολουθώ
    3) (to understand: Do you follow (my argument)?) καταλαβαίνω
    4) (to act according to: I followed his advice.) ακολουθώ
    - following 2. adjective
    1) (coming after: the following day.) επόμενος
    2) (about to be mentioned: You will need the following things.) εξής,ακόλουθοι
    3. preposition
    (after; as a result of: Following his illness, his hair turned white.) μετά από
    4. pronoun
    (things about to be mentioned: You must bring the following - pen, pencil, paper and rubber.) εξής,ακόλουθα
    - follow up

    English-Greek dictionary > follow

См. также в других словарях:

  • ακολουθώ — ακολουθώ, ακολούθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ακολουθώ, ακολουθούμαι : στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία απαντάται και η κλίση σε άω (βλ. πίν. 58 , 59 ). Συχνή η προστακτική ακολούθα, ακολουθάτε …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακολουθώ — και ακλουθώ και ακλουθάω ησα, ήθηκα 1. έρχομαι κατόπι: Τον ακολουθούσε όπου πήγαινε. 2. είμαι οπαδός κάποιου: Ακολουθεί τις απόψεις του Φρόιντ. 3. έπομαι ως αποτέλεσμα: Τη φυγοπονία ακολουθεί δυστυχία. 4. συμμορφώνομαι σε κάτι: Ακολουθώ τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ἀκολουθῶ — ἀκολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀκολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθῳ — ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθωι — ἀκολούθῳ , ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»